- ἐπίλογχον
- ἐπίλογχος 1barbedmasc/fem acc sgἐπίλογχος 1barbedneut nom/voc/acc sgἐπίλογχος 2reserve candidatemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίλογχος — (I) ἐπίλογχος, ον (Α) 1. φρ. «ἐπίλογχον βέλος» βέλος με αιχμηρή άκρη 2. οξύληκτος, ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «αιχμή δόρατος, δόρυ, ξίφος»]. (II) ἐπίλογχος, ον (Α) αυτός που λαμβάνεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «κλήρος, μοίρα»… … Dictionary of Greek